TÉRMINOS ELECTORALES

γιατί οι ψήφοι πρέπει να ζυγίζονται, όχι να μετριούνται

26/08/2015 by in category Diccionario, Sociedad with 0 and 10
Home > Entradas > El Español > Diccionario > TÉRMINOS ELECTORALES

Με τον όρο ψηφοφορία χαρακτηρίζεται η δήλωση ή εκλογή γνώμης που εκφράζεται δια βοής, ανάτασης των χεριών ή μέσω της ψήφου, από τους εκλογείς ή ψηφοφόρους. Είναι το βασικό εργαλείο λήψης αποφάσεων σε μια δημοκρατία και ένας ασφαλής τρόπος μέτρησης της κοινής γνώμης.

El voto es el acto por el cual un individuo expresa apoyo o preferencia por cierta moción, propuesta, candidato, o selección de candidatos durante una votación, de forma secreta o pública. Un método de toma de decisiones en el que un grupo trata de medir su opinión conjunta.

_ Vocabulario electoral

Abstencionismo Αποχή
Alianza Συμμαχία
Boleta o papeleta Ψηφοδέλτιο
Campaña electoral Εκλογική εκστρατεία
Candidato Υποψήφιος
Casilla de votación Δημοσκόπηση
Ciudadano Πολίτης
Constitución Σύνταγμα
Decreto Ψήφισμα
Derecho político Πολιτικό δικαίωμα
Distrito electoral Εκλογική περιφέρεια
Elecciónes Εκλογές
Electores, Votantes Εκλογείς
Elegible Εκλέξιμος, εκλόγιμος
Inscripción Εγγραφή
Legislación electoral Εκλογική νομοθεσία
Lista Electoral Εκλογική λίστα
Mandato Εντολή
Marco legal Νομικό πλαίσιο
Mayoría Πλειοψηφία
Papeleto inválido Άκυρο ψηφοδέλτιο
Parlamento Κοινοβούλιο
Partido político Πολιτικό κόμμα
Primer Ministro Πρωθυπουργός
Solicitud de votos Ψηφοθηρία
Sufragio Ψηφοφορία
Umbral (εκλογικό) Όριο
Urna Κάλπη
Votación Ψηφοφορία
Voto Ψήφος

_ Democracia y elecciones

¿Qué es votar?

Breve historia de la Democracia.

© griegos aficionados a la lengua española