Las flores del mal

Κάρολος Μπωντλαίρ: τα άνθη του κακού

11/10/2017 by in category Literatura with 0 and 3
Home > Entradas > Cultura > Literatura > LAS FLORES DEL MAL

Ο Γάλλος ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ (Charles Pierre Baudelaire, 1821-1867) χαρακτηρίστηκε ως ο «Δάντης μιας παρηκμασμένης εποχής». Το γνωστότερο έργο του είναι τα Άνθη του Κακού, μια συλλογή η οποία όταν κυκλοφόρησε το 1857, προκάλεσε τέτοιες αντιδράσεις που ο Μπωντλαίρ καταδικάστηκε για προσβολή της δημοσίας αιδούς και έξι από τα ποιήματα του απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, η εφημερίδα Le Figaro έγραψε σχετικά: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του κυρίου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα –για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα». Σήμερα, ο Μπωντλαίρ συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ποιητών, όχι μονο της Γαλλίας, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στα Άνθη του Κακού –που αναγνωρίζονται ως η απαρχή της μοντέρνας ευρωπαϊκής ποίησης– ασχολείται με τους κατοίκους της μεγαλούπολης και την ανία που περιστασιακά αισθάνονται.  Το ύφος των ποιημάτων του κυριαρχείται από μελαγχολικά συναισθήματα του ρομαντισμού, γεμάτα άγχος και κατάθλιψη, ενώ οι χαρακτήρες του ταλαντεύονται μεταξύ των σκοτεινών δυνάμεων του καλού και του κακού.

La necedad, el error, el pecado, la tacañería, ocupan nuestros espíritus y trabajan nuestros cuerpos,
y alimentamos nuestros amables remordimientos, como los mendigos nutren su miseria.

LA FUENTE DE SANGRE

Me parece a veces que mi sangre corre a raudales,
cual una fuente con rítmicos sollozos.
La escucho bien que corre con un prolongado murmullo,
pero, me palpo en vano para encontrar la herida.

A través de la ciudad, como en un campo cercado,
se marcha, transformando los adoquines en islotes,
saciando la sed de cada criatura,
y en todas partes colorando de rojo la natura.

He implorado frecuentemente a los vinos capitosos
adormecieran sólo un día el terror que me consume;
¡qué el vino hace ver más claro y afina más el oído!

He buscado en el amor un sueño olvidadizo;
mas el amor no es para mí sino un colchón de agujas
¡hecho para dar de beber a esas crueles mujeres!

Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ

Ενίοτε μού φαίνεται ότι το αίμα μου ρέει ελεύθερο
σαν μιά πηγή με ρυθμικά αναφιλητά.
Την καταλαβαίνω καλά να ρέει μ’ ένα μακρόσυρτο μουρμούρισμα,
αλλά ματαίως αγγίζομαι γιά να βρω την πληγή.

Μέσα στην πόλη, όπως μέσα σ’ έναν περίκλειστο αγρό,
φεύγει μεταμορφώνοντας τα λιθόστρωτα σε νήσους,
αποσβένοντας την δίψα καθενός πλάσματος
και παντού ερυθρή χρωματίζοντας την φύση.

Συχνά έχω ζητήσει από τους πλάνους οίνους
ν’ αποκοιμίσουν γιά μιά ημέρα τον τρόμο που με υπονομεύει.
Ο οίνος καθιστά διαυγέστερο το βλέμμα και λεπτότερη την ακοή!

Στον έρωτα έχω αναζητήσει έναν ύπνο λησμονιάς,
αλλά ο έρωτας γιά εμένα δεν είναι παρά στρώμα από βελόνες,
φτιαγμένο γιά να κερνά ποτό σ’ αυτές τις σκληρές θυγατέρες!

1857

Η ανοησία, τ’ αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας,
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουμε στην ψυχή μας, καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.

DUELLUM

Dos guerreros se han precipitado uno sobre el otro; sus armas
han salpicado el aire con destellos y sangre.
Estos juegos, estos tintineos del hierro son el estrépito
de una juventud víctima del amor plañidero.

¡Las espadas se han quebrado! como nuestra juventud.
¡Mi querida! Pero los dientes, las uñas aceradas,
vengan pronto la espada y la daga traidora.
— ¡Oh, furor de los corazones maduros por el amor ulcerados!

En el barranco frecuentado por panteras y onzas
nuestros héroes, agarrándose malamente, han rodado,
y su piel florecerá la aridez de las zarzas.

— ¡Este abismo, es el infierno, por nuestros amigos habitado!
¡Rodemos hacia él, sin remordimientos, amazona inhumana,
a fin de eternizar el ardor de nuestro odio!

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ

Δυό μαχητές έτρεξαν ο ένας επάνω στον άλλον. Τα όπλα τους
κηλίδωσαν τον αέρα με λάμψη και με αίμα.
Τούτα τα παιχνίδια, τούτες οι κλαγγές τού σιδήρου, είναι ο θόρυβος
μίας νεότητας λεηλατημένης από τον έρωτα που θρηνεί.

Τα ξίφη είναι σπασμένα! Σαν την νεότητά μας.
Αγαπητή μου! Τα δόντια, όμως, και τα νύχια οξυμένα.
Αμέσως εκδικούνται το προδοτικό ξίφος και το εγχειρίδιο.
Ω, μανία των ώριμων καρδιών των πληγωμένων απ’ τον έρωτα!

Μέσα στην στοιχειωμένη από γατόπαρδους και λύγκες χαράδρα,
οι ήρωές μας, μοχθηρά εναγκαλισμένοι, κυλίστηκαν,
και το δέρμα τους θα γίνει ανθός στην ξηρασία των βάτων.

Αυτό το βάραθρο, αυτό είναι η κόλαση, κατοικημένη από φίλους μας!
Ας κυλιστούμε εκεί δίχως τύψεις, απάνθρωπη αμαζόνα,
με σκοπό να διαιωνίσουμε την ζέση τού μίσους μας!

1858

Nuestros pecados son testarudos, nuestros arrepentimientos cobardes; nos hacemos pagar largamente nuestras confesiones,
y entramos alegremente en el camino cenagoso, creyendo con viles lágrimas lavar todas nuestras manchas.

A UNA TRANSEÚNTE

La calle ensordecedora alrededor mío aullaba.
Alta, delgada, enlutada, dolor majestuoso,
una mujer pasó, con mano fastuosa
levantando, balanceando el ruedo y el festón;

ágil y noble, con su pierna de estatua.
Yo, yo bebí, crispado como un extravagante,
en su pupila, cielo lívido donde germina el huracán,
la dulzura que fascina y el placer que mata.

Un rayo… ¡luego la noche! — Fugitiva beldad
cuya mirada me ha hecho súbitamente renacer,
¿no te veré más que en la eternidad?

Desde ya, ¡lejos de aquí! ¡Demasiado tarde! ¡Jamás, quizá!
porque ignoro dónde tú huyes, tú no sabes dónde voy,
¡oh, tú!, a la que yo hubiera amado, ¡oh, tú que lo supiste!

ΣΕ ΜΙΑ ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ

Η εκκωφαντική οδός κραύγαζε τριγύρω μου.
Ψηλή, λεπτή, σε μέγα πένθος, μεγαλειώδη πόνο,
περνά μιά γυναίκα, μ’ ένα επιδεικτικό χέρι
ανασηκώνοντας, ανακινώντας τ’ ανθοστέφανο και τον ποδόγυρο,

ευλύγιστη κ’ ευγενική, με αγαλματένιο πόδι.
Εγώ έπινα, τεταμένος μέχρι υπερβολής,
μέσ’ από το βλέμμα της, πελιδνό ουρανό όπου φύεται θύελλα,
την γλυκύτητα που σαγηνεύει, και την ηδονή που φονεύει.

Μιά αστραπή… μετά η νύχτα! Φευγαλέο κάλλος,
που το βλέμμα του εξαίφνης μ’ έκανε ν’ αναγεννηθώ,
δεν θα σε δω ξανά, παρά μόνον στην αιωνιότητα;

Αλλού, πολύ μακριά από εδώ! Πολύ αργά! Μπορεί ποτέ!
Διότι αγνοώ γιά πού αναχωρείς, εσύ δεν ξέρεις πού πηγαίνω,
ω, εσύ, που θα μπορούσα ν’ αγαπήσω, ω, εσύ, που το ήξερες!

1860

Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια, ζητάμε πληρωμή ἀκριβή για κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στο βούρκο τον παλιό μας, θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.

ALQUIMIA DEL DOLOR

El uno te ilumina con su ardor,
el otro en ti te pone su duelo, ¡Natura!
El que dice a uno: ¡Sepultura!
dice al otro: ¡Vida y esplendor!

Hermes desconocido que me asistes
y que siempre me intimidas,
tú me haces al igual de Midas,
el más triste de los alquimistas;

Por ti yo cambio el oro en hierro
y el paraíso en infierno.
En el sudario de las nubes

descubro un cadáver querido,
y sobre las celestes riberas
levanto grandes sarcófagos.

ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ

Ο ένας σε φωτίζει με την ζέση του,
ο άλλος σ’ εσένα εναποθέτει το πένθος του, Φύση!
Εκείνο που γιά τον έναν σημαίνει Ταφή,
γιά τον άλλον σημαίνει Ζωή και Λάμψη!

Άγνωστε Ερμή, που με βοηθάς
και που πάντοτε με πτοείς,
που μ’ εξισώνεις με τον Μίδα,
τον πλέον θλιβερό των αλχημιστών,

εξαιτίας σου μετατρέπω τον χρυσό σε σίδερο
και τον παράδεισο σε κόλαση.
Μέσα σε νεκροστρωμνή από νεφέλες

ανακαλύπτω έν’ αγαπημένο πτώμα,
κ’ επάνω στις ουράνιες ακτές
κτίζω μεγάλες σαρκοφάγους.

1860

¡Es el Tedio! — los ojos preñados de involuntario llanto, sueña con patíbulos mientras fuma su pipa,
tú conoces, lector, este monstruo delicado, —Hipócrita lector, —mi semejante, — ¡mi hermano!

EL HOMBRE Y EL MAR

¡Hombre libre, siempre adorarás el mar!
El mar es tu espejo; contemplas tu alma
en el desarrollo infinito de su oleaje,
y tu espíritu no es un abismo menos amargo.

Te complaces hundiéndote en el seno de tu imagen;
la abarcas con ojos y brazos, y tu corazón
se distrae algunas veces de su propio rumor
al ruido de esta queja indomable y salvaje.

Ambos sois tenebrosos y discretos:
Hombre, nadie ha sondeado el fondo de tus abismos.
¡Oh, mar, nadie conoce tus tesoros íntimos,
tan celosos sois de guardar vuestros secretos!

Y empero, he aquí los siglos innúmeros
en que os combatís sin piedad ni remordimiento,
tanto amáis la carnicería y la muerte,
¡oh, luchadores eternos, oh, hermanos implacables!

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ

Ελεύθερε άνθρωπε, πάντοτε θ’ αγαπάς την θάλασσα!
Η θάλασσα είναι το κάτοπτρό σου. Παρατηρείς την ψυχή σου
μέσα στην άπειρη εκτύλιξη των κυμάτων της,
και το πνεύμα σου δεν είναι κόλπος λιγότερο πικρός.

Σ’ ευχαριστεί να βυθίζεσαι στα στήθη τής εικόνας σου.
Την αγκαλιάζεις με τα μάτια και τα χέρια σου, και η καρδιά σου
ενίοτε λησμονιέται από τον θόρυβό της
μέσα στην βοή τού ανυπότακτου και άγριου παραπόνου.

Και οι δύο είστε ερεβώδεις και διακριτικοί:
Άνθρωπε, κανένας δεν εισάκουσε τον βυθό των αβύσσων σου.
Θάλασσα, κανένας δεν γνωρίζει τα εσώτατα πλούτη σου.
Με τόσο ζήλο φυλάσσετε τα μυστικά σας!

Και ωστόσο να, εδώ και αμέτρητους αιώνες
αλληλομάχεσθε χωρίς έλεος και τύψη,
τόσο πολύ αγαπάτε την σφαγή και τον θάνατο,
ω, αιώνιοι παλαιστές, ω, αμείλικτοι αδελφοί!

1852

Αυτό ‘ναι η πλήξη! — που, μ’ ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της κοιτάζεις, καθώς καπνίζει τον ουκά, κρεμάλες να στυλώνει·
και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει! — Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι που μου μοιάζεις!

EL FINAL DE LA JORNADA

Bajo una luz descolorida
corre, danza y se tuerce sin razón
la Vida, impudente y vocinglera,
así, en cuanto en el horizonte

la noche voluptuosa sube,
sosegándolo todo, hasta el hambre,
borrándolo todo, hasta la vergüenza,
El Poeta se dice: ¡»Finalmente»!

Mi espíritu, como mis vértebras,
implora ardiente el reposo.
El corazón lleno de pensamientos fúnebres,

voy a tenderme de espaldas
envolviéndome en vuestros cortinados,
«¡Oh, refrescantes tinieblas!»

ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

Κάτω από ένα κάτωχρο φως
τρέχει, χορεύει και χωρίς λόγο περιστρέφεται
η Ζωή, αναιδής και τραχιά.
Ταυτόχρονα, στον ορίζοντα

ανεβαίνει ηδονική η νύχτα,
τα πάντα γαληνεύει, μέχρι και την πείνα,
τα πάντα διαγράφει, μέχρι και την αιδώ.
Ο Ποιητής μονολογεί: «Επιτέλους!

Το πνεύμα μου, όπως οι σπόνδυλοί μου,
διακαώς ανακαλεί την ανάπαυση.
Η καρδιά είναι πλήρης πένθιμων ονείρων,

πηγαίνω να κατακλιθώ ανάσκελα
και να κυλισθώ στα παραπετάσματά σας,
ω, δροσιστικά ερέβη!».

1867

el Dante de una época decadente…

Ο Μπωντλαίρ, σε φωτογραφία του Nadar.

Η πρώτη έκδοση της συλλογής Fleurs du Mal με χειρόγραφες σημειώσεις του Μπωντλαίρ.

Διακόσμηση της συλλογής Les Épaves με τα έξι απαγορευμένα ποιήματα της πρώτης έκδοσης.

Εικονογράφηση του εξωφύλλου της έκδοσης Fleurs du Mal του 1900.

Fuentes:(1) Sopor Aeternus • (2) Ekdotiki Thessalonikis, A. Tsaknakis • (3) wikipedia.org

© griegos aficionados a la lengua española