Η οικονομία, λέξη αρχαιοελληνικής προέλευσης που δηλώνει τη διαχείριση της οικίας, δηλαδή του νοικοκυριού και περιλαμβάνει την παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή και την κατανάλωση αγαθών ή/και υπηρεσιών.
Η οικονομία, λέξη αρχαιοελληνικής προέλευσης που δηλώνει τη διαχείριση της οικίας, δηλαδή του νοικοκυριού και περιλαμβάνει την παραγωγή, διανομή, ανταλλαγή και την κατανάλωση αγαθών ή/και υπηρεσιών.
La economía (del griego οἰκονομία [oikonomía], de οἶκος [oikos], «casa», y νόμος [nomos], «ley») es la ciencia social que estudia la extracción, producción, intercambio, distribución, consumo de bienes y servicios.
Groucho Marx, Actor cómico estadounidense
Η ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Οι χώρες που εξάγουν αγαθά και υπηρεσίες με μεγαλύτερη αξία από ότι τα αγαθά και οι υπηρεσίες που εισάγουν, εμφανίζουν εμπορικό πλεόνασμα ενώ, στην αντίθετη περίπτωση, εμφανίζουν εμπορικό έλλειμμα. Η διατήρηση για μεγάλο χρονικό διάστημα ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων οδηγεί στις ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας.
Είναι εκείνες που έχουν τεράστια πλεονάσματα όπως η Γερμανία, η Κίνα, η Ιαπωνία και οι σημαντικότερες πετρελαιοπαραγωγοί χώρες. Κερδίζουν περισσότερα από τις εξαγωγές τους απ’ ότι δαπανούν για να εισάγουν. Το πλεόνασμα παίρνει τη μορφή πιστώσεων που διοχετεύονται στη διεθνή αγορά μέσω των χρηματαγορών.
Οι χώρες με τεράστιο εμπορικό έλλειμμα όπως η Ελλάδα ή οι ΗΠΑ που δεν εξάγουν αρκετά ώστε να καλύψουν το κόστος των εισαγωγών τους και αναπληρώνουν το έλλειμμα με δανεισμό από τις διεθνείς αγορές.
Ιδιωτικό χρέος λέμε το χρέος επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Τα πλεονάσματα των χωρών με μεγάλα πλεονάσματα περνούν στη διεθνή αγορά που με τη σειρά της τα διοχετεύει με τη μορφή δανείων σε εκείνους που τα χρειάζονται. Φυσικοί πελάτες αυτού του δανεισμού είναι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες από ότι δυνατότητες.
Δημόσιο χρέος είναι το ποσό που το κράτος οφείλει στους πιστωτές του και εν πολλοίς προκύπτει από τη συσσώρευση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Όταν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα το κράτος είναι υποχρεωμένο να δανεισθεί εκδίδοντας κρατικά ομόλογα.
Τα λεγόμενα «τοξικά» δάνεια που ο δανειολήπτης αδυνατεί να ξεπληρώσει εν μέρει ή και ολοκληρωτικά. Όταν όμως η τράπεζα δεν εισπράξει αυτά που έχει δανείσει, δυσκολεύεται με τη σειρά της να πληρώσει τους δικούς της πιστωτές και καταθέτες. Η κρίση προήλθε, ακριβώς, από τα στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια που παρείχαν αφειδώς πολλές τράπεζες που στη συνέχεια βρέθηκαν προ αδιεξόδου όταν λόγω και της σταδιακά εντεινόμενης ανεργίας, εκείνοι που δανείσθηκαν δεν μπορούσαν να καταβάλλουν τις δόσεις τους. Επίσης τα κτίρια, σπίτια και γραφεία, που είχαν κατασκευασθεί επίσης αφειδώς δεν βρήκαν αγοραστές και ενοικιαστές οδηγώντας τους κατασκευαστές και τις τράπεζες που τους είχαν δανείσει, σε αδιέξοδο.
Το ομόλογο είναι στην πράξη μια υπόσχεση: εκείνος που το εκδίδει υπόσχεται να αποπληρώσει εντόκως το ποσό που του παρέχουν εκείνοι που αγοράζουν το ομόλογο. Τα κρατικά ομόλογα εκδίδονται από το δημόσιο και τα αγοράζουν τράπεζες και άλλοι οργανισμοί όπως τα ασφαλιστικά ταμεία με την προοπτική μελλοντικής και έντοκης εξόφλησής τους.
Το ύψος του επιτοκίου που επιβαρύνει τα ομόλογα είναι εκείνο που κρίνει το μέγεθος της επιβάρυνσης του φορολογούμενου. Όσο μεγαλύτερος θεωρείται ο κίνδυνος να μπορέσει μια χώρα να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει ανάγκη τόσο υψηλότερο είναι το επιτόκιο, άρα τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσό που είναι υποχρεωμένο το κράτος αυτό να καταβάλλει κάθε χρόνο στους πιστωτές του.
Η Διαφορά επιτοκίου, γνωστότερη ως «spread» είναι η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου που επιβάλλεται στα θεωρούμενα ως ασφαλέστερα ομόλογα και στα υπόλοιπα. Η διαφορά ή spread αντανακλά το πόσο «επικίνδυνα» ή μη θεωρούν οι επενδυτές τα ομόλογα κάθε χώρας.
Αναχρηματοδότηση του χρέους είναι η αποπληρωμή χρέους με νέο δανεισμό. Όταν πλησιάζει η ωρίμανση (με άλλα λόγια η εκπνοή) των ομολόγων της, μια χώρα μπορεί να εκδώσει νέα για να πληρώσει τους κατόχους τους. Είναι η συνήθης πρακτική παγκοσμίως. Προβληματική και εστία προβλημάτων όταν οι πιστωτές αρνούνται να καλύψουν την έκδοση των νέων ομολόγων κρίνοντας τον κίνδυνο υπερβολικό και αντ’ αυτού απαιτούν την εξόφληση της υφιστάμενης οφειλής.
Credit Default Swap (CDS) ή Συμφωνία ανταλλαγής ασφαλίστρων κινδύνου χρεοκοπίας. Ασφάλιστρο χρεοκοπίας που εκδίδεται για να ασφαλίσει τον πιστωτή έναντι του κινδύνου να μην εισπράξει όλο ή μέρος του ποσού που του οφείλεται. Σε περίπτωση χρεοκοπίας ο κάτοχος CDS αποζημιώνεται και την απώλεια υφίσταται αυτός που το εξέδωσε. Τα CDS εκδίδονται από τράπεζες, επενδυτικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Naked CDS. Ασφάλιστρο χρεοκοπίας που αγοράζει επενδυτής χωρίς να κατέχει τη λεγόμενη υποκείμενη αξία, πιο απλά το ομόλογο που ασφαλίζει το CDS. Όσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στάσης πληρωμών τόσο υψηλότερη είναι η αξία του. Η απαγόρευσή τους εξετάζεται σε επίπεδο ΕΕ.
Έλλειψη ρευστότητας: Η τράπεζα έχει δανείσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που της έχουν καταθέσει οι πελάτες της. Αν μόνο ένας σχετικά μικρός αριθμός κάνει ανάληψη ανά πάσα στιγμή τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως σπεύσουν όλοι ταυτόχρονα τότε η τράπεζα απλώς θα υποχρεωθεί να κλείσει, ακόμα και αν είχε τη δυνατότητα να ξεπληρώσει τους καταθέτες –εφ’ όσον της δινόταν λίγο παραπάνω χρόνος.
Χρεοκοπία: Όταν αριθμός των μη εξυπηρετούμενων δανείων υπερβεί ένα όριο, τότε η τράπεζα βρίσκεται να χρωστά περισσότερα στους πιστωτές της από ότι είναι η αξία των δανείων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της. Έτσι, ακόμα και αν πουλούσε τα πάντα αμέσως πάλι δε θα μπορούσε να αποπληρώσει τους πιστωτές της.
Με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
GLOSARIO DE LA CRISIS FINANCIERA
Εl superávit se produce cuando un país exporta más bienes y servicios de los que importa; es decir, cuando produce más de lo que consume. Por el contrario, se registra un déficit cuando importa más de lo que exporta; es decir, cuando sale más dinero del país para pagar importaciones del que entra por sus exportaciones.
Los países acreedores con enormes superávits comerciales (como Alemania, China, Japón o los exportadores de petróleo) ganan más dinero con sus exportaciones de lo que gastan con sus importaciones, por lo que prestan al extranjero el dinero que les sobra a través de los mercados financieros internacionales.
Los países deudores con grandes déficits comerciales (como Grecia y Estados Unidos) no exportan lo suficiente para pagar sus importaciones, por lo que recurren a préstamos de los mercados financieros internacionales
Deuda privada: las deudas de consumidores y empresas aumentan. Con dinero barato de los grandes exportadores disponible en los mercados internacionales, tiene sentido que los bancos y otras instituciones financieras lo canalicen hacia donde más se necesita. Las empresas y los consumidores de las economías que quieren consumir más de lo que producen son un objetivo obvio.
Deuda de los gobiernos: la cantidad de dinero que los gobiernos deben a sus acreedores; es decir, la acumulación de déficits presupuestarios también se ha elevado. También se le suele llamar deuda pública, porque al final son los contribuyentes quienes tienen que poner el dinero para saldar esas deudas. Si un gobierno gasta más de lo que recauda, debe pedir dinero adicional, normalmente vendiendo bonos.
Son préstamos que no se pueden devolver en parte o en su totalidad. Si un banco no recibe (todo) el dinero que se le debe, le es difícil devolver a su vez (todo) el dinero que debe a sus depositantes, a otros bancos o a los titulares de bonos. En los últimos años, los bancos prestaron mucho de dinero para consumo y construcción inmobiliaria. Debido al aumento de la tasa de desempleo, los préstamos a consumidores se convirtieron en tóxicos, al igual que sucedió con los préstamos inmobiliarios, porque los constructores no pudieron vender las casas y oficinas que construyeron con la esperanza de obtener importantes beneficios.
Un bono es una promesa, hecha por el vendedor (por ejemplo, un gobierno) de que devolverá, con intereses, el dinero que le han prestado los compradores de los bonos (por ejemplo, bancos o fondos de pensiones). Con la venta del bono, el dinero se transfiere al presupuesto; los inversores en bonos, por supuesto, cuentan con que se les devolverá ese dinero con intereses en un futuro.
El tipo de interés de los bonos gubernamentales determina la carga que ese préstamo tendrá después en los contribuyentes. Cuánto más se arriesga el prestatario, más alto es el tipo de interés, y mayor será la cantidad que el dinero tendrá que reservar para pagar ese interés en lugar de gastarlo en, por ejemplo, sanidad.
Diferencial del tipo de interés es la diferencia entre los tipos de interés de los bonos considerados más seguros (en la Eurozona son los bonos alemanes) y otros bonos. Si esa diferencia sube de 350 a 400 puntos básicos, los inversores crearán que los bonos se han vuelto menos seguros.
La refinanciación de la deuda supone saldarla con dinero que también ha sido prestado. Cuando los bonos emitidos están a punto de vencer, el gobierno puede emitir nuevos bonos, y usar esta táctica para devolver el dinero a los que invirtieron en los bonos antiguos. Se trata de una costumbre muy extendida entre todos los ministerios de Hacienda del mundo. Los problemas llegan cuando los inversores no están preparados para refinanciar esas deudas porque creen que es demasiado arriesgado y sólo quieren que se les devuelva su dinero.
Los seguros contra el impago de deuda (CDS) de los bonos gubernamentales ofrecen a los inversores un seguro contra el impago; es decir, contra la posibilidad de que un gobierno no devuelva el dinero que debe. Si un país incumple su promesa, el titular de un CDS recibirá su dinero de todas maneras, y soportarán las pérdidas aquellos que vendieron los CDS. Un inversor puede comprar un CDS (asegurarse a sí mismo contra las pérdidas de los bonos) en varias instituciones financieras, como bancos o instiruciones de gestión alternativa.
CDS en descubierto son los seguros comprados por inversores que poseen el bono al que cubre ese seguro. Los especuladores pueden comprar CDSs para apostar sobre los impagos de los gobiernos; cuánto más alta es la posibilidad de impago, más alto es el valor de los CDS, porque precisamente aseguran contra ese impago. La Unión Europea está considerando prohibir esta práctica.
El banco se quede sin liquidez. La entidad reparte en forma de préstamos la mayoría de los fondos que le ingresan. Si sólo unos pocos depositantes pidieran su dinero de vuelta en un momento concreto, el banco podría devolvérselo sin dificultad. Pero si todos los depositantes quieren su dinero al mismo tiempo, el banco se vería obligado a cerrar, incluso aunque con el tiempo no hubiese tenido ningún problema en restituir el dinero.
Esto no quiere decir que el banco sea insolvente. Esto sucede cuando el banco ha concedido tantos «créditos malos» que el valor de lo que debe a sus acreedores es superior al valor de sus préstamos y del resto de activos. Incluso aunque vendiese todos sus activos inmediatamente, esto no generaría el dinero suficiente para saldar todas sus deudas.
Con el apoyo del Parlamento Europeo.
acreedor | πιστωτής |
activo | ενεργητικό |
balance general | ισολογισμός |
banco | τράπεζα |
billete | χαρτονόμισμα |
bono | ομόλογο |
caja de ahorros | ταμιευτήριο |
cartera | χαρτοφυλάκιο |
cliente | πελάτης |
compañia | εταιρία |
depósito | κατάθεση |
deuda | χρέος |
efectivo | μετρητά |
egresos | έξοδα |
factura | τιμολόγιο |
gastos | έξοδα |
hipoteca | υποθήκη |
huelga | απεργία |
impuesto | φόρος |
inflación | πληθωρισμός |
ingresos | εισόδημα |
interés | τόκος |
mercado | αγορά |
moneda | νόμισμα |
oferta | προσφορά |
pago | πληρωμή |
préstamo | δάνειο |
presupuesto | προϋπολογισμός |
recibo | απόδειξη |
retiro | συνταξιοδότηση |
riesgo | κίνδυνος |
salario | μισθός |
saldo | ισορροπία |
seguro | ασφάλιση |
subasta | δημοπρασία |
utilidad neta | καθαρά έσοδα |
© griegos aficionados a la lengua española