Cristo de nuevo crucificado

Νίκος Καζαντζάκης: «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»

26/12/2017 by in category Cultura, Literatura with 0 and 4
Home > Entradas > Cultura > NIKOS KAZANTZAKIS: Cristo de nuevo crucificado

Qué difícil, qué extremadamente difícil para el alma separarse de su cuerpo el mundo: de montañas, mares, ciudades, gente.
El alma es un pulpo y ésos son sus tentáculos… Ninguna fuerza sobre la tierra es tan imperialista como el alma humana.

Cristo de nuevo crucificado

Kazantzakis logra mostrar con maestría –en su estilo sencillo y lleno de diálogos– el alma humana hasta en sus más oscuros recovecos.
¿Es una novela cristiana, comunista, nacionalista, prólogo de la teología de la liberación? Muchas lecturas son posibles, pero esta obra rebasa las fronteras de todos los –ismos para anclarse en la dimensión universal y omnipresente de la Justicia, de la liberación, y de la lucha eterna del mal contra el bien. Finalmente, es el ser humano, el que necesita redención y salvación.

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται

Ο Καζαντζάκης καταφέρνει να μας ξεναγήσει αριστοτεχνικά –με απλότητα και εντυπωσιακούς διαλόγους– στην ανθρώπινη ψυχή, ακόμη και στις πιο σκοτεινές περιοχές της. Είναι ένα μυθιστόρημα χριστιανικό, κομμουνιστικό, εθνικιστικό, ένα προοίμιο της θεολογίας της απελευθέρωσης; Ένα έργο με πολλές αναγνώσεις, που υπερβαίνει τα στενά όρια όλων των –ισμών και αγκυροβολεί στην καθολική και πανταχού παρούσα διάσταση της Δικαιοσύνης, την απελευθέρωση, και την αιώνια πάλη του κακού με το καλό. Ο άνθρωπος είναι τελικά αυτός, που έχει ανάγκη τη λύτρωση και τη σωτηρία.

Para que una civilización se mantenga en un nivel elevado, debe establecer la armonía entre el espíritu y el alma. Esta síntesis debe ser el fin supremo de la lucha actual de la humanidad.

Escucha lo que me contó mi difunto abuelo; sé todo oídos y procura comprenderlo, ¡cerril! Todo lo que había creado Alá era perfecto, pero un día se hallaba fuera de sus casillas, tomó fuego y barro y amasó y horneó al rumi (cristiano). Inmediatamente que lo vio se arrepintió… ¡Tenía un ojo ese maldito canalla que te traspasaba como una barrena!

«He metido la pata –murmuró Alá suspirando– ¿Cómo puedo ahora remediarlo? Arremanguémonos y manos a la obra: amasaré al turco, éste estrangulará al Rumi y todo volverá a estar en orden».
Tomó miel y pólvora de balas, lo amasó todo bien y moldeó al turco. Sin pérdida de tiempo, colocó en un platillo al turco  al rumi. Inmediatamente los dos se pusieron a luchar. Luchaban, se golpeaban, desde la mañana a la noche, pero ninguno de los dos lograba derribar al otro; pero cuando llegó la noche, el maldito rumi uso la zancadilla, aprovechando la oscuridad, y el turco rodó por el suelo…

«¡Qué el diablo se lo lleve! –murmuró Alá– ¡ahora sí que estoy en un atolladero! Estos rumis van a tragarse el mundo que he creado; ¿qué hacer?»
No pudo pegar los ojos en toda la noche el pobre Alá. Pero al día siguiente, saltó de la cama, contentísimo: «¡Encontré la solución!, ¡la encontré!», exclamó. Cogió nuevamente fuego y barro y moldeó otro rumi.

Entonces colocó a este rumi frente al otro en el platillo y enseguida empezaron a luchar entre sí; zancadillas de uno, zancadillas del otro; cuchillazos de uno, cuchillazos del otro… Luchaban día y noche, se caían, se levantaban, se agarraban de nuevo, volvían a rodar, pero en seguida la batalla proseguía… ¡Y todavía continúa!

Mira, pues, Brahimaki mío, cómo el mundo ha encontrado la tranquilidad…

Άκου τι μου ’λεγε ο μακαρίτης ο παππούς μου να καταλάβεις.
Όλα καλά τα ’καμε ο Αλλάχ, μου ’λεγε, όλα…μα μια μέρα βρέθηκε μπόσικος, έπιασε φωτιά και κοπριά κι έπλασε το Ρωμιό, μα ευτύς ως τον είδε, το μετάνιωσε…
Είχε ένα μάτι ο αφιλότιμος που τρυπούσε ατσάλι!

«Τι να γίνει τώρα, μουρμούρισε ο Αλλάχ, την έπαθα ας πιάσω τώρα να κάμω τον Τούρκο, να σφάξει το Ρωμιό, να βρει ο κόσμος την ησυχία του».
Έπιασε το λοιπόν μέλι και μπαρούτι, τα μάλαξε καλά καλά, έφτιαξε τον Τούρκο. Κι ευτύς χωρίς να χασομεράει, βάνει σ’ ένα ταψί τον Τούρκο και το Ρωμιό να παλέψουν.
Πάλευαν, πάλευαν απ’ το πρωί ως το βράδυ, κανένας δεν έριχνε κάτω τον άλλον μα ευτύς, ως σκοτείνιασε, βάνει ο άτιμος ο Ρωμιός τρικλοποδιά, κάτω ο Τούρκος.
.

«Ο διάολος να με πάρει –μουρμούρισε ο Αλλάχ– την έπαθα πάλι! Τούτοι οι Ρωμιοί θα φάνε τον κόσμο, πάνε οι κόποι μου χαμένοι! Τι να κάμω;»

Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο κακομοίρης… 
Μα το πρωί, πετάχτηκε απάνω και χτύπησε τις χερούκλες του: «Βρήκα! Βρήκα!» φώναξε, κι έπιασε πάλι φωτιά και κοπριά κι έφτιαξε έναν άλλο Ρωμιό.

Και τους έβαλε στο ταψί και τους δυο να παλέψουν.
Άρχισε το πάλεμα, τρικλοποδιά ο ένας, τρικλοποδιά κι ο άλλος, μπηχτές ο ένας, μπηχτές και ο άλλος… Πάλευαν, πάλευαν, έπεφταν, σηκώνουνταν, πάλευαν πάλι, ξαναέπεφταν, ξανασηκώνουνταν, πάλευαν… κι ακόμα παλεύουν!

Κι έτσι ο κόσμος Μπραϊμάκι μου, βρήκε την ησυχία του….

La montaña exhalaba olor a menta y a tomillo; la noche se deslizaba azul y transparente… Las estrellas esa noche se veían tan bajas que parecían suspendidas entre cielo y tierra.

Celui qui doit mourir

Το 1957, ο Jules Dassin, διασκεύασε και σκηνοθέτησε με ανάγλυφο τρόπο το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Καζαντζάκη. Αποτύπωσε με ακρίβεια το θρησκευτικό, μυστικιστικό και βαθιά κοινωνικό θέατρο του παραλόγου που είχε στηθεί στη Λυκόβρυση, ένα τουρκοκρατούμενο, μικρό φτωχικό χωριό της Κρήτης. Βρισκόμαστε στο 1920, όταν μια ομάδα ξεριζωμένων καταφτάνει στο χωριό, όπου έχουν σαν έθιμο τη Μεγάλη Εβδομάδα, να κάνουν την αναπαράσταση των Παθών του Ιησού, με ήρωες τους ίδιους τους κατοίκους. Μοιράζονται οι ρόλοι. Υπάρχει ο Χριστός (Pierre Vaneck), υπάρχει ο Ιούδας, υπάρχει και η Μαγδαληνή (Μελίνα Μερκούρη). Ο φθόνος, η περηφάνια και η απληστία θα βρεθούν αντιμέτωπες με την καλοσύνη, τη φιλανθρωπία και την ανιδιοτέλεια. Το παραπάνω video, είναι η κινηματογραφική απόδοση του προαναφερόμενου αποσπάσματος του βιβλίου του Καζαντζάκη.
Η ταινία ήταν υποψήφια για το Palme d’Or και έτυχε ειδικής μνείας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1957, ενώ ήταν επίσης υποψήφια για BAFTA και NYFCC καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας το 1958.

Toda mi vida he luchado para estirar mi mente hasta el punto de ruptura, hasta que comenzara a crujir, con el fin de crear un gran pensamiento, que pudiera ser capaz de dar un nuevo significado a la vida, un nuevo significado a la muerte, y de consolar a la humanidad.

Nikos Kazantzakis (Heraclión, Imperio otomano, 18 de febrero de 1883 – Friburgo de Brisgovia, Alemania, 26 de octubre de 1957) fue un escritor griego, autor de poemas, novelas y obras de teatro. Posiblemente, es el escritor y filósofo griego más importante del siglo XX y el que ha sido traducido a más lenguas.
.

Su epitafio reza: «No espero nada, no temo nada, soy libre».

La última entrevista de Nikos Kazantzakis
Η τελευταία συνέντευξη του Νίκου Καζαντζάκη (1957)

Ο Νίκος Καζαντζάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 18.02.1883 – Φράιμπουργκ, Γερμανία, 26.10.1957) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, λογοτέχνης μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες και φιλοσόφους του 20ού αιώνα, και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως.

Στον τάφο του είναι χαραγμένη η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».

Απόσπασμα από τη συνέντευξη της 22 Μαΐου 1957 στη γαλλική τηλεόραση, στους Pierre Dumayet και Max-Pol Fouchet. Απόδοση στα ισπανικά: Miguel Ángel Chiovetta.

Nosotros, los que estamos muriendo, los estamos haciendo mejor que ellos, los que van a vivir. Porque Creta no necesita padres de familia, necesita locos como nosotros. Estos locos hacen a Creta inmortal.

© griegos aficionados a la lengua española